- ἔλλοπας
- ἔλλοψdumbmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλλοψ — ἔλλοψ, ο, η και ἔλλοπος και ἐλλός, ο (Α) 1. (ως επίθ. τών ψαριών) άφωνος («ἔλλοπας ιχθῡς») 2. ως ουσ. α) οποιοδήποτε ψάρι β) ονομασία ψαριού γ) φίδι … Dictionary of Greek